- ἐδίδαξαν
- διδάσκωinstructaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THEOGONIA — Graece Θεογονία, nobile Hesiodi Poema, quô Deorum Gentilium ortum et genirores prosequutus est. Lutatius ad Papinum, Theb. l. 4. v. 482. Quidam volunt, non filium Iovis Mercurium, sed Pyrrhae, in qua opinione et Hesiodus versatur, in his libris,… … Hofmann J. Lexicon universale
έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
ιππόσυνος — ύνη, ο(ν) (Α ἱππόσυνος, ύνη, ον) [ίππος] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών γ) η ιδιότητα τού ιππότη … Dictionary of Greek